Περίληψη: | Περί του πληθυσμού της Ελλάδος εις εποχήν προγενεστέραν της εγκαταστάσεως της βασιλείας δεν έχομεν ειμή πληροφορίας τινάς ας κατέλειπεν ημίν η διοίκησις του Καποδιστρίου και αίτινες αν και δεν παρέχουσιν ασφαλή βεβαιότητα ακριβούς απογραφής, ουδέ δύνανται να χρησιμεύσωσιν ως όρος συγκρίσεως του πληθυσμού σήμερον, συντελούσιν όμως οπωσδήποτε ίνα καταδείξωσιν αμυδρώς ίσως την κατάστασιν του πληθυσμού της Ελλάδος εις δύο σπουδαίας αυτής εποχάς κατά το 1821 και 1828 και 1829.
Ο Αλέξανδρος Μανσόλας, τμηματάρχης του γραφείου Δημόσιας Οικονομίας του Υπουργείου Εσωτερικών, σχολίαζε το 1867 με τα παραπάνω χαρακτηριστικά λόγια τόσο την ίδια την ύπαρξη, όσο και την αξιοπιστία των διαθέσιμων πληθυσμιακών δεδομένων για τον ελληνικό χώρο πριν από την ίδρυση του ανεξάρτητου κράτους. Μόλις έξι χρόνια μετά την πιο πρόσφατη πληθυσμιακή απογραφή της εποχής, που πραγματοποιήθηκε το 1861 και ήταν «μάλλον των λοιπών ακριβεστέρα», το ελληνικό κράτος κινούνταν στην τροχιά τής όσο το δυνατόν συστηματικότερης συλλογής στατιστικών ή, σύμφωνα με την ορολογία της εποχής, «πολιτειογραφικών» πληροφοριών αναφορικά με τον πληθυσμό, αλλά και με τομείς της οικονομίας όπως η γεωργία, η βιομηχανία, το εμπόριο και η ναυτιλία.[ii] Το γεγονός ότι η έκδοση των πολιτειογραφικών πληροφοριών είχε συνταχθεί στον μεγαλύτερο βαθμό με βάση επίσημες δημοσιευμένες και αδημοσίευτες πληροφορίες, όπως αναφέρει ο Μανσόλας, αποτελεί το βασικό πλεονέκτημα του όλου εγχειρήματος, το οποίο ερχόταν σε αντίθεση με τις παλαιότερες πρακτικές, ειδικότερα της καποδιστριακής περιόδου, όταν η συλλογή των στοιχείων είχε ανατεθεί στα κατά τόπους επαρχιακά διοικητικά όργανα, με αποτέλεσμα την ελάχιστα συστηματική συλλογή τους, τις ατέλειες στο περιεχόμενό τους και συνακόλουθα τη μειωμένη εγκυρότητά τους.
Παρά ταύτα, η μειωμένη αξιοπιστία των πληθυσμιακών δεδομένων που συλλέχθηκαν την περίοδο του Καποδίστρια και η αδυναμία τους να χρησιμεύσουν ως μέτρο σύγκρισης με τα αντίστοιχα δεδομένα της δεκαετίας του 1860 δεν υποβαθμίζουν τη σημασία τους, δεδομένης της μοναδικότητάς τους ως τεκμηρίων καταγραφής πληροφοριών αναφορικά με τον πληθυσμό και τους οικισμούς στα τέλη της Ελληνικής Επανάστασης. Διότι, ειδικότερα, οι παραπάνω καταγραφές παρά τις ατέλειές τους δύνανται να παράσχουν πληροφορίες, έστω «αμυδρώς» όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Μανσόλας, που δεν απέχουν πολύ από την πραγματικότητα της εποχής, όπως θα γίνει προσπάθεια να αναλυθεί στη συνέχεια, σχετικά με την κατάσταση του πληθυσμού μεταξύ δύο σημαντικών χρονολογικών οροσήμων, αυτών της αρχής και του τέλους του Αγώνα. |